- κωμῳδοποιΐα
- κωμῳδο-ποιΐα, ἡ,A writing of comedies, Plu.2.348b.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κωμωδοποιία — κωμῳδοποιΐα, ἡ (Α) [κωμωδοποιός] συγγραφή κωμωδίας … Dictionary of Greek